- βαυκάλημα
- το (AM βαυκάλημα) [βαυκαλώ]τραγούδι για να κοιμηθούν τα μωρά, νανούρισμανεοελλ.1. παραπλανητική, απατηλή υπόσχεση2. αβάσιμη ελπίδα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βαυκαλήμασιν — βαυκάλημα lullaby neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)